- τυλόποδα
- τα, Ν(ζωολ.-παλαιοντ.) βλ. τυλόπους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυλόπους — ουν, Ν (λόγιος τ.) 1. (για ζώα) αυτός που έχει ογκώδες τύλωμα στο οπίσθιο άκρο τού πέλματός του 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυλόποδα (ζωολ. παλαιοντ.) υπόταξη αρτιοδάκτυλων θηλαστικών, συγγενική με την υπόταξη μηρυκαστικά, με δακτυλοβάμονα είδη … Dictionary of Greek
αρτιοδάκτυλα — Τάξη σαρκοφάγων θηλαστικών στην οποία ανήκουν όλα τα οπλοφόρα που έχουν άρτιο αριθμό δαχτύλων σε κάθε πόδι. Τα α. δεν έχουν το πρώτο δάχτυλο και τα πέμπτα είναι πολύ μικρά ή λείπουν εντελώς, όπως στην καμήλα. Η τάξη των α. υποδιαιρείται σε τρεις… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek